μικρότερος

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ μικρότερος, -η, -ον)
μικρός
συγκριτ. του μικρός
μσν.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.μικρότερος και ἡ μικρότερη
μαθητευόμενος, βοηθός
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μικρότεροι
η κατηγορία τών κατώτερων αξιωματικών στο Βυζάντιο, όπως ήταν λ.χ. οι εκατόνταρχοι, οι ίλαρχοι, οι ταγματάρχες και οι μοιράρχες.