μικτέον

English (LSJ)

(μείγνυμι) one must mix, Pl.Ti.48a codd. (leg. μεικτέον).

Greek (Liddell-Scott)

μικτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μίγνυμι, δεῖ μιγνύναι, Πλάτ. Τίμ. 48Α.

Russian (Dvoretsky)

μικτέον: adj. verb. к μίγνυμι.