μιλιταριστής
Greek Monolingual
ο, θηλ. μιλιταρίστρια
οπαδός του μιλιταρισμού, στρατοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. militariste (βλ. μιλιταρισμός)].
ο, θηλ. μιλιταρίστρια
οπαδός του μιλιταρισμού, στρατοκράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. militariste (βλ. μιλιταρισμός)].