μιμάξασα

English (LSJ)

χρεμετίσασα, Hsch.; cf. μιμιχμός. μίμαρ· ἀναιδές, Id.

Greek (Liddell-Scott)

μιμάξασα: «χρεμετίσασα, φωνήσασα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μιμάξασα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χρεμετίσασα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει διορθωθεί σε μιμίξασα < μιμιχμός «φωνή αλόγου»].