μινυνθαδία

Greek (Liddell-Scott)

μινυνθαδία: «ἡ σελήνη. ἀπὸ τοῦ μινύθειν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μινυνθαδία, ἡ (Α)
βλ. μινυνθάδιος.