μισοφίλιππος

English (LSJ)

[φῐ], ον hating Philip, Aeschin.2.14.

German (Pape)

[Seite 192] den Philipp hassend, Aesch. 2, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait Philippe, ennemi de Philippe.
Étymologie: μισέω, Φίλιππος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσοφίλιππος: ненавидящий Филиппа Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοφίλιππος: -ον, ὁ μισῶν τὸν Φίλιππον, Αἰσχίν. 30. 6.

Greek Monolingual

μισοφίλιππος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τον Φίλιππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Φίλιππος].

Greek Monotonic

μῑσοφίλιππος: -ον, αυτός που μισεί τον Φίλιππο (τον Μακεδόνα), σε Αισχίν.

Middle Liddell

μῑσο-φίλιππος, ον
hating Philip, Aeschin.