μνωόμενος

English (LSJ)

v. μνάομαι.

French (Bailly abrégé)

part. prés. épq. de μνάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μνωόμενος: эп. part. к μνάομαι I.

Greek (Liddell-Scott)

μνωόμενος: μνώοντο, ἴδε ἐν λέξ. μνάομαι.

English (Autenrieth)

see μιμνήσκω.

Greek Monotonic

μνωόμενος: Επικ. αντί μνώμενος, μτχ. του μνάομαι· μνώοντο, αντί ἐμνῶντο.