μοιχοσύνοδος
Greek (Liddell-Scott)
μοιχοσύνοδος: σύνοδος ὑποστηρίζουσα τὴν μοιχείαν, ἡ σύνοδος ἡ ἐγκρίνασα καὶ κυρώσασα τὸν γάμον Κωνσταντίνου τοῦ ϛʹ μετὰ τὴς Ζωῆς, Στουδ. 1020D.
Greek Monolingual
μοιχοσύνοδος, ἡ (Μ)
(για τη σύνοδο που ενέκρινε και επικύρωσε τον τέταρτο γάμο του Κωνσταντίνου ΣΤ) η σύνοδος που υποστηρίζει τη μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + σύνοδος.