μολιβδόδετος
Greek (Liddell-Scott)
μολιβδόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος, ἐστερεωμένος διὰ μολύβδου, Πολυδ. ϛʹ, 88.
Greek Monolingual
μολιβδόδετος, -ον (Α)
βλ. μολυβδόδετος.
μολιβδόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος, ἐστερεωμένος διὰ μολύβδου, Πολυδ. ϛʹ, 88.
μολιβδόδετος, -ον (Α)
βλ. μολυβδόδετος.