μολυβίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, gloss on μολύβδαινα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 200] ίδος, ἡ, Erkl. von μολύβδαινα, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μολῠβίς: -ίδος, ἡ, = μολυβδίς, Ἡσύχ., Βασιλ. 2. σ. 145.

Greek Monolingual

μολυβίς, -ίδος, ἡ (Α) μόλυβος
μολυβδίδα.