μολυβδοβούλλα

Greek Monolingual

μολυβδοβούλλα, και μολυβδόβουλλα, ἡ (Μ)
μολυβδόβουλλο, σφραγίδα από μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + βούλλα «σφραγίδα»].