μολυβός

Greek Monolingual

μολυβός, -ή, -όν (Μ)
(για ύφασμα) αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, σκούρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολυβούς, κατά το σχήμα απλούς: απλός].