μολόθουρος
English (LSJ)
ἡ, an evergreen plant, expld. as = ἀσφόδελος and ὁλόσχοινος, Euph.133, Nic.Al.147.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, ein immer grüner (ἀείχλωρος, Euphorion bei Schol. Nic.) Strauch, Nic. Al. 147. Hesych. erklärt es durch ἀσφοδελός u. ὁλόσχοινος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
sorte de jonc toujours vert, plante.
Étymologie: DELG -.
Greek (Liddell-Scott)
μολόθουρος: ἡ, φυτὸν ἀειθαλὲς ἑρμηνευόμενον ὡς ἀσφόδελος καὶ ὁλόσχοινος, Εὐφορίων 64, Νικ. Ἀλ. 147· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολόθουρος· ἀσφόδελος, ἢ ὄσπριόν τι. καὶ ἡ ὁλόσχοινος».
Greek Monolingual
μολόθουρος, ἡ (Α)
1. είδος αειθαλούς φυτού
2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόθουρος ἀσφόδελος
ἢ ὄσπριόν τι. και ἡ ὁλόσχοινος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Meaning: evergreen plant, asphoill, Asphodelus ramosus or = ὀλόσχοινος, Scirpus holeschoenus (Euph. 133, Nic. Al. 147).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.