μονάξ

English (LSJ)

v. μουνάξ.

French (Bailly abrégé)

ion. μουνάξ;
adv.
isolément.
Étymologie: μόνος.

German (Pape)

s. das ion. μουνάξ.

Russian (Dvoretsky)

μονάξ: ион. μουνάξ adv.
1 отдельно, особо (ὀρχήσασθαι Hom.);
2 в одиночку (κτεινόμενοι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μονάξ: ἴδε μουνάξ.

Greek Monolingual

μονάξ (ΑΜ)
επίρ. βλ. μουνάξ.