μονθύλευσις
English (LSJ)
v. ὀνθύλευσις.
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, = ὀνθύλευσις, μονθυλεύω, = ὀνθυλεύω, von Phryn. verworfen, s. Lob. 356 u. Schweigh. zu Ath. I p. 50.
Greek Monolingual
μονθύλευσις, ἡ (Α)
βλ. ονθύλευσις.
v. ὀνθύλευσις.
[Seite 202] ἡ, = ὀνθύλευσις, μονθυλεύω, = ὀνθυλεύω, von Phryn. verworfen, s. Lob. 356 u. Schweigh. zu Ath. I p. 50.
μονθύλευσις, ἡ (Α)
βλ. ονθύλευσις.