Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μονοκύτταρος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο κύτταρο 2.το ουδ. ως ουσ.το μονοκύτταρο βιολ. ο μεγαλύτερος τύπος λευκοκυττάρου του αίματος με διάμετρο 15-22 μικρόμετρα, ο οποίος αντιπροσωπεύει 3%-8% του συνόλου τών λευκοκυττάρων της κυκλοφορίας.