μονολογώ

Greek Monolingual

-έω
μιλώ μόνος χωρίς να υπάρχει κανείς που να μέ ακούει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονόλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].