μονόκαμπτος
English (LSJ)
μονόκαμπτον, with one bend, δάκτυλος (toe) Arist.HA494a15.
German (Pape)
[Seite 203] mit einer Biegung, einem Gelenk, Arist. H. A. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκαμπτος: -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον μέρος καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ κάτω δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.
Russian (Dvoretsky)
μονόκαμπτος: с одним сгибом, с одним сочленением (δάκτυλος Arst.).