μονόμοιρος

English (LSJ)

μονόμοιρον, gloss on αὐτόμοιρος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 204] erkl. Hesych. αὐτόμοιρος.

Greek (Liddell-Scott)

μονόμοιρος: -ον, Ἡσύχ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ αὐτόμοιρος.