μονόμφαλα

Greek (Liddell-Scott)

μονόμφαλα: (πόπανα ἢ πλακούντια) Ἐπιγρ. Πειραιῶς, Ἐφ. Ἀρχ. 2784, ἔτι Ἀθην. τ. Ε΄, σ. 329.