μορμών

English (LSJ)

όνος, ἡ, = μορμώ.

French (Bailly abrégé)

όνος ou ῶνος (ἡ) :
c. μορμώ.

Russian (Dvoretsky)

μορμών: όνος и ῶνος ἡ Arph., Xen. = μορμώ.

German (Pape)

ἡ, όνος und μορμῶνος = μορμώ.