όνος, ἡ, = μορμώ.
όνος ou ῶνος (ἡ) :c. μορμώ.
μορμών: όνος и ῶνος ἡ Arph., Xen. = μορμώ.
ἡ, όνος und μορμῶνος = μορμώ.