μορφίνη

Greek Monolingual

η
(φαρμ.) το κύριο αλκαλοειδές του οπίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό και ως παυσίπονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. morphine < Μορφεύς «θεός του ύπνου». Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ. Μακκά].