μορφύνω

English (LSJ)

adorn, Hsch.

German (Pape)

[Seite 209] zieren, schmücken, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μορφύνω: καλλωπίζω, κοσμῶ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μορφύνω (Α) μορφή
(κατά τον Ησύχ.) «καλλωπίζω, κοσμῶ».