μουνόλιθος

English (LSJ)

v. μονόλιθος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονόλιθος.

Greek Monolingual

μουνόλιθος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μονόλιθος.

German (Pape)

ion. = μονόλιθος.