μουράγιο

Greek Monolingual

το
1. κρηπίδωμα λιμανιού, προκυμαία
2. στον πληθ. τα μουράγια
α) τείχη
β) πυροβόλα όπλα που είναι τοποθετημένα σε τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muragia].