μουσοπαλαιολύμας
English (LSJ)
[ῡ], α, ὁ, corrupter of the old music, Tim.Pers.229.
Greek Monolingual
μουσοπαλαιολύμας, ὁ (Α)
αυτός που καταστρέφει την παλαιά μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + παλαιός + -λύμας (< λυμαίνομαι «καταστρέφω»)].
[ῡ], α, ὁ, corrupter of the old music, Tim.Pers.229.
μουσοπαλαιολύμας, ὁ (Α)
αυτός που καταστρέφει την παλαιά μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + παλαιός + -λύμας (< λυμαίνομαι «καταστρέφω»)].