μουσόφθαρτος
English (LSJ)
μουσόφθαρτον, slain by the Muses, Lyc.832.
German (Pape)
[Seite 211] von den Musen getödtet, Lycophr. 832.
Greek (Liddell-Scott)
μουσόφθαρτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φονευθείς, Λυκόφρ. 832.
Greek Monolingual
μουσόφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + φθαρτός (< φθείρω), πρβλ. ετοιμό-φθαρτος, κακό-φθαρτος].