μοχλέω
English (LSJ)
Ion. for μοχλεύω, στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον they strove to heave them up with levers, Il. 12.259.
German (Pape)
[Seite 212] = Vorigem, στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, sie warfen mit Hebeln die Säulen um, Il. 12, 259.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
μοχλέω: ломом расшатывать, ломать (στῆλας προβλῆτας Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μοχλέω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ προηγ., στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, «διὰ μοχλῶν ἐκίνουν» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 259.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μοχλέω: Ιων. αντί του προηγ., στήλας ἐμόχλεον, προσπαθούσαν να τις ανυψώσουν με μοχλούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
μοχλέω, [ionic for μοχλεύω
στήλας ἐμόχλεον they strove to heave them up with levers, Il.