μοχλοειδής

English (LSJ)

μοχλοειδές, like a lever, ξύλον Apollon.Cit.1.

Greek Monolingual

μοχλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με μοχλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + -ειδής].