μούργα

Amurca pit at one oil mill, in the province of Jaén.

Greek Monolingual

η
το ακάθαρτο κατακάθι λαδιού ή κρασιού στον πυθμένα δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. amurca ή < αρχ. ἀμόργη].