μπαντούρα

Greek Monolingual

μπαντούρα και πανδούρα και παντούρα, η (Μ μπαντούρα και παντούρα)
έγχορδο μουσικό όργανο τών Κοζάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pandura, ρωσ. bandoura < πανδούρα].