μπαντούρα και πανδούρα και παντούρα, η (Μ μπαντούρα και παντούρα)έγχορδο μουσικό όργανο τών Κοζάκων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. pandura, ρωσ. bandoura < πανδούρα].