μυελόομαι

English (LSJ)

Pass., to be full of marrow, ὁλοκαυτώματα μεμυελωμένα LXX Ps.65(66).15.

Greek (Liddell-Scott)

μυελόομαι: Παθ., πληροῦμαι μυελοῦ, ὁλοκαύτωμα Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΞΕ΄, 15).