μυλιώ
Greek Monolingual
μυλιῶ, -άω (Α)
(μόνο στην επ. μτχ. μυλιόωντες) τρίζω τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», Ησίοδ.
β. «Ἡσίοδος, τὰ χείλη κινοῦν
τες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. Κράτης δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ τὸ διὰ ψῡχος μὴ ἔχειν εὐκινήτῳ δυνάμει χρήσασθαι», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -ιάω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. μυρμηκιώ). Βλ. και λ. μυλούμαι].