μυοδερματικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
ανατ. φρ. «μυοδερματικό νεύρο» — κλάδος του βραχιόνιου πλέγματος, από τον οποίο νευρώνονται οι πρόσθιοι μύες του βραχίονα και το οποίο καταλήγει ως εξωδερματικό νεύρο του πήχη.