Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μυομήτριο
Greek Monolingual
το ανατ. η μεσαία στιβάδα του τοιχώματος της μήτρας, που αποτελείται από λείο μυϊκό ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myometrium (<μυς, μυός «όργανο του σώματος» +μήτρα)].