μυοσκλήρωση

Greek Monolingual

και μυοσκλήρυνση, η
ιατρ. η παθολογική σκλήρυνση ενός μυός, η οποία οφείλεται σε πολλαπλασιασμό του συνδετικού ιστού που συμβάλλει στη σύστασή του.