μυριόφυλλο

Greek Monolingual

το (Α μυριόφυλλον)
νεοελλ.
βοτ. γένος υδρόβιων φυτών με σπονδυλωτά φύλλα, της οικογένειας αλοραγίδες
αρχ.
μτγν. είδος υδρόβιου φυτού, πιθ. το υδρόφυλλον το σφονδυλωτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + φύλλον.