μυρτίνη

English (LSJ)

[ῑ], ἡ, a sort of
A olive, Nic.Al.88: μυρτήνη, Hsch.
II = μυρτάς 1, Nic.Al.355.

German (Pape)

[Seite 222] ἡ, = μυρσίνη, Myrthe; auch eine Art Birn-od. Oelbaum wegen ähnlicher Früchte, Schol. Nic. Al. 88.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte d'olivier arbre.
Étymologie: μύρτος.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτίνη: [ῑ], ἡ, εἶδος ἀπιδιᾶς ἢ ἐλαιοδένδρου, Νικ. Ἀλεξιφ. 88, ἴδε Σχολ.

Greek Monolingual

μυρτίνη, ἡ (Α)
1. είδος ελιάς, η μυρτήνη, ή είδος απιδιάς
2. μυρτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μύρτινος.