μυσωτός

English (LSJ)

ὁ, = μυττωτός, Call.Fr.282.

Greek (Liddell-Scott)

μυσωτός: ὁ, = μυττωτός, Καλλ. Ἀποσπ. 282.

Greek Monolingual

μυσωτός, ὁ (Α)
βλ. μυττωτός.