μυχάλμη

English (LSJ)

βυθὸς θαλάσσης, Phot.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, nach Phot. βάθος θαλάσσης.

Greek (Liddell-Scott)

μυχάλμη: ἡ, «βυθὸς θαλάσσης» Φώτ.

Greek Monolingual

μυχάλμη, ἡ (Α)
(κατά τον Φώτ.) «βυθός θαλάσσης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + ἅλμη «θαλασσινό νερό»].