μυχόεις

Greek Monolingual

μυχόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που κρύβεται σε σκοτεινό μυχό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + κατάλ. -όεις (πρβλ. κρινόεις, λωτόεις)].