μυόσωτον

Greek Monolingual

μυόσωτον, τὸ (Α)
το ποώδες φυτό αλσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μυοσωτίς κατά τα ουδ. σε -ον].

German (Pape)

τό, = μυοσωτίς.