μωνιόν

English (LSJ)

μάταιον, ἀχρεῖον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μωνιόν: τό, «μάταιον, ἀχρεῖον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μωνιόν (Α), (κατά τον Ησύχ.) «μάταιον, ἀχρεῖον».