μωρίων

English (LSJ)

ωνος, ὁ, fool, or pr. n. Μωρίων, Arc.17 cod. Oxon. (Cf. Lat. morio.)

Greek Monolingual

μωρίων, ὁ (Α)
μωρός, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. morio, -ionis < μωρός.