= μωραίνω, LXX Is.44.25.
μωρεύω: διάφ. γραφὴ ἀντὶ μωραίνω, Ἡσαΐας ΜΔ΄, 25 ἐν τῷ Ἀλεξανδρ. κώδ.
μωρεύω (Α) μωρός(δ. γρφ.) μωραίνω.