μωρόν

Greek (Liddell-Scott)

μωρόν: τό, «τὸ ὀξὺ Κύπριοι» Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ξ. 479, Ἐτυμ. Μ. 776, 23, ἐν λ. ὑλακόμωρος, ἔνθα μόρον.