(Μ μόνε)
(μόριο με σημ. εναντ. συνδ.) αλλά, αλλά και, εντούτοις, επί πλέον, μόνο, μονάχα (α. «δεν φτάνει που έφταιγε μόνε ζητάει και ρέστα» β. «μόνε καημούς και βάσανα κι' αναστενάγματά μου», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
φρ. «μόνε μόνε» — μόλις και μετά βίας, με πολλή δυσκολία.