μόννος

English (LSJ)

ὁ, v. μάννος.

Greek (Liddell-Scott)

μόννος: ὁ, Λατ. monile, ἴδε μάννος.

Greek Monolingual

μόννος, ὁ (Α)
βλ. μάννος.

German (Pape)

ὁ, = μάννος.