μύστις
English (LSJ)
ῐδος, fem. of μύστης, IG3.914, Porph.Antr.18: usually metaph., initiate or initiator, μ. νάματος ἡ Κύπρις Anacreont.4.12; πενίης μύστι, λάγυνε AP9.229 (Marc.Arg.); μ. τῆς τοῦ θεοῦ ἐπιστήμης, of Σοφία, LXX Wi.8.4; [ψυχὴ] τῶν τελείων μ. τελετῶν Ph.1.173.
German (Pape)
[Seite 223] ιδος, ἡ, fem. zu μύστης, die Eingeweih'te, sp. D.; auch μύστι πενίης, M. Arg. 18 (IX, 229). – Auch = die Einweihende, μύστις νάματος ἡ Κύπρις, Anacr. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
1 initiée;
2 initiatrice;
3 mystique.
Étymologie: fém. de μύστης.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
μύστις: -ῐδος,
I. θηλ. του μύστης, ως επίθ., μυστικός, απόκρυφος, σε Ανθ.
II. μυσταγωγός, σε Ανακρεόντ.
Russian (Dvoretsky)
μύστις: ῐδος adj. f вводящая в таинства, посвящающая в мистерии (ἡ Κύπρις Anacr.).
Middle Liddell
[fem. of μύστης
I. as adj. mystic, Anth.
II. a mystagogue, Anacreont.