μύτου, ὁ, = μυττός, Hsch. μυτικίζειν· κολάζειν, Id.
[Seite 223] ὁ, = μυττός, Hesych.
μύτης: -ου, ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ μύτις 2.
μύτης, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μυττός».[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει διορθωθεί σε μύτις].